- αἰγλῆεν
- αἰγλήειςdazzlingmasc voc sg (epic)αἰγλήειςdazzlingneut nom/voc sg (epic)αἰγλήειςdazzlingmasc voc sgαἰγλήειςdazzlingneut nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιγλήεις — αἰγλήεις, εσσα, ῆεν (Α) [αἴγλη] 1. ακτινοβόλος, λαμπρός, αστραφτερός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) αἰγλῆεν λαμπρά … Dictionary of Greek